- νομοθετώ
- (ΑΜ νομοθετῶ, -έω) [νομοθέτης]συντάσσω και επιβάλλω νόμους, θεσπίζω κανόνες δικαίου, θεσμοθετώμσν.(για νόμο) ορίζω τις διατάξεις σχετικά με κάτιμσν.-αρχ.ορίζω, καθορίζω κάτι με νόμο («εἰ μὴ χάριν εἰρήνης τὰ πολέμου νομοθετοῑ», Πλάτ.)αρχ.1. μέσ. νομοθετοῡμαι, -έομαια) συντάσσω νόμους για τον εαυτό μουβ) θέτω, συντάσσω νόμους για κάποιον2. παθ. (για πολιτεία) διέπομαι από νόμους, έχω νόμους, σύστημα νόμων3. (το απρόσ.) νενομοθέτηταιέχει οριστεί με νόμο («περί ταῡτα οὕτω σφι νενομοθέτηται», Ηρόδ.)4. περιορίζω, περιστέλλω κάτι με νόμο («νομοθετεῑν ἡδονάς», Μάξ. Τύρ.).
Dictionary of Greek. 2013.